ημεροκαλλίς

ημεροκαλλίς
η (Α ἡμεροκαλλίς)
νεοελλ.
βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας λιλιίδες
αρχ.
το ημεροκαλλές*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerocallis < hemero- (πρβλ. ημερ(ο)-* + -callis < -calles (πρβλ. -καλλής < κάλλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”